- τυποποιημένος
- basmakalıp, standart
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τυποποιώ — τυποποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. καταρτίζω και εφαρμόζω πρότυπα 2. διαμορφώνω κάτι σε σταθερό και αναλλοίωτο τύπο 3. (οικον.) παράγω εν σειρά προϊόντα σε καθορισμένο τύπο, με βάση ορισμένες προδιαγραφές 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τυποποιημένος … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κλισέ — (γαλλ. cliché). Όρος που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία και στη φωτογραφική τέχνη. Χαρακτηρίζει μια στερεή, επίπεδη ή κυλινδρική πλάκα από τσίγκο, χαλκό, μπρούντζο ή συνθετική ύλη, πάνω στην οποία είναι αποτυπωμένη η απεικόνιση του πρωτότυπου… … Dictionary of Greek
πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… … Dictionary of Greek
τυποποιούμαι — τυποποιούμαι, τυποποιήθηκα, τυποποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυποποιώ — τυποποίησα, τυποποιήθηκα, τυποποιημένος 1. παράγω ομοιόμορφα βιομηχανικά προϊόντα καθορισμένου τύπου σε μεγάλες ποσότητες: Τυποποιημένη σάλτσα. 2. οργανώνω βιομηχανία ώστε να παράγει ορισμένους τύπους προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες. 3. διαμορφώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)